Οι πρώτοι κάτοικοι του Manhattan ήταν οι Ινδιάνοι Algonquin, ενώ ο πρώτος Ευρωπαίος που αντίκρισε τη Νέα Υόρκη ήταν ο Giovanni da Verazzano, πριν από 500 χρόνια. Το 1621, οι Ολλανδοί έστειλαν γουνέμπορους στην περιοχή, που ίδρυσαν την αποικία Νέο Άμστερνταμ (New Amsterdam). Το 1664 την κατέλαβαν οι Άγγλοι, μετονομάζοντάς την σε Νέα Υόρκη. Το 19ο αιώνα η πόλη αναπτύχθηκε ταχύτατα και μετατράπηκε σε μεγάλο λιμάνι κυρίως εξαιτίας της προνομιακής γεωγραφικής της θέσης. Το 1898, το Μανχάταν ενώθηκε με τους τέσσερις γειτονικούς δήμους σχηματίζοντας τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στον κόσμο και Μέκκα του πολιτισμού. Ο πληθυσμός της πόλης αυξανόταν συνεχώς καθώς χιλιάδες μετανάστες έφταναν εδώ αναζητώντας μια καλύτερη ζωή
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πυκνοκατοικημένες φτωχογειτονιές καθώς και άλλα προβλήματα όπως πυρκαγιές, επιδημίες και κρίση στο χρηματιστήριο. Οι πλούσιοι μετακινήθηκαν προς την άνω πλευρά της πόλης ενώ η τελευταία 40ετία του 19ου αιώνα αποτελεί τη χρυσή εποχή της Νέας Υόρκης, με τους μεγιστάνες του εμπορίου να αποκτούν μυθικά πλούτη. Πολλά εκατομμύρια ξοδεύτηκαν για την τέχνη αλλά και την ανέγερση μεγαλόπρεπων κτηρίων. Η δεκαετία του '20 ήταν από τις πιο ξέγνοιαστες περιόδους της ιστορίας της πόλης, που διακόπηκε το 1929, με την οικονομική κρίση του χρηματιστηρίου.
Η Νέα Υόρκη άρχισε να ευημερεί ξανά μετά το '32, φτάνοντας στο απόγειο της τη δεκαετία του 1980. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται έξαρση των φυλετικών εντάσεων και αυξάνεται ο αριθμός των αστέγων και η εγκληματικότητα. Ωστόσο η πόλη παραμένει το οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο των ΗΠΑ με πληθυσμό που φτάνει τα 9 εκατομμύρια κατοίκους, οι οποίοι μιλούν 80 διαφορετικές γλώσσες.